δεσπέντζα — η 1. κλειστός τόπος τού σπιτιού όπου φυλάγονται τρόφιμα, το κελλάρι 2. ναυτικός όρος που αντιστοιχεί στα επίσημα διανομείο, σκευοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. ενετ. despensa, dispensa] … Dictionary of Greek
εδεσματοθήκη — η (AM ἐδεσματοθήκη) κελλάρι, αποθήκη τροφίμων … Dictionary of Greek
ελαιώνας — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 767 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται ΝΑ του Αιγίου, δυτικά του Διακοφτού, κοντά στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
κελάρι — το βλ. κελλάρι … Dictionary of Greek
κελάριν — κελάριν, τὸ (Μ) βλ. κελλάρι … Dictionary of Greek
κελάριον — κελάριον, τὸ (Μ) βλ. κελλάρι … Dictionary of Greek
κελλάριον — κελλάριον, τὸ (ΑΜ) βλ. κελλάρι … Dictionary of Greek
συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία … Dictionary of Greek
chelar — CHELÁR, chelari, s.m. Persoană care deţinea cheile cămării sau pivniţei şi care administra proviziile unei gospodării boiereşti. – Din sl. kelarŭ. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 CHELÁR s. pivnicer. Trimis de siveco, 05.08.2004.… … Dicționar Român