κελλάρι

κελλάρι
και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι)
αποθήκη τροφίμων ή κρασιού
μσν.
δωμάτιο
αρχ.
αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» — αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + κατάλ. -άριον (πρβλ. κοιτ-άριον, ψυχ-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεσπέντζα — η 1. κλειστός τόπος τού σπιτιού όπου φυλάγονται τρόφιμα, το κελλάρι 2. ναυτικός όρος που αντιστοιχεί στα επίσημα διανομείο, σκευοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. ενετ. despensa, dispensa] …   Dictionary of Greek

  • εδεσματοθήκη — η (AM ἐδεσματοθήκη) κελλάρι, αποθήκη τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • ελαιώνας — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 767 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται ΝΑ του Αιγίου, δυτικά του Διακοφτού, κοντά στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • κελάρι — το βλ. κελλάρι …   Dictionary of Greek

  • κελάριν — κελάριν, τὸ (Μ) βλ. κελλάρι …   Dictionary of Greek

  • κελάριον — κελάριον, τὸ (Μ) βλ. κελλάρι …   Dictionary of Greek

  • κελλάριον — κελλάριον, τὸ (ΑΜ) βλ. κελλάρι …   Dictionary of Greek

  • συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία …   Dictionary of Greek

  • chelar — CHELÁR, chelari, s.m. Persoană care deţinea cheile cămării sau pivniţei şi care administra proviziile unei gospodării boiereşti. – Din sl. kelarŭ. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CHELÁR s. pivnicer. Trimis de siveco, 05.08.2004.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”